φρονηματισμός

φρονηματισμός
ο вразумление, наставление на ум;

τιμωρώ κάποιον προς φρονηματισμόν — наказать кого-л. для острастки


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φρονηματισμός" в других словарях:

  • φρονηματισμός — ο, ΝΜΑ [φρονηματίζω] νεοελλ. σωφρονισμός μσν. αρχ. αλαζονεία, έπαρση …   Dictionary of Greek

  • φρονηματισμός — ο 1. η αναπτέρωση του ηθικού, η εμψύχωση, το να παίρνει κανείς θάρρος. 2. ο σωφρονισμός, το να βάζει κανείς μυαλό: Τιμωρήθηκε για φρονηματισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρονηματισμοῦ — φρονηματισμός presumptuousness masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονηματισμῶν — φρονηματισμός presumptuousness masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονηματισμόν — φρονηματισμός presumptuousness masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»